Rich and Famous The Dynasty Club Blog and Network- Welcome

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΚΙΧΛΗ ( 1947) ΕΠΙΛΟΓΕΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ   ΣΕΦΕΡΗΣ  -  ΚΙΧΛΗ ( 1947) ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Α’


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ενα απέραντο ξενοδοχείο.
Δέν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω·
ακόμη καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ‘ρθει, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να ‘ρθει να μ’ αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Β’
Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα κάτω από το παράθυρό μου· θα ‘ταν εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του. Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος. Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους· τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
-Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς-τ’ αγάλματα· κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη, η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
-Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…
-Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος· λυγίζουν γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος. Δεν το ξεχνάς.
-Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.
-Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες κι όμως την ξέρεις.
Όπως όταν στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι, καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι, τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου· φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά· την ηδονή τους. Όπως όταν γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώταπολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα· εσύ ‘σαι το ρημάδι· σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου· μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου, κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…
-Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. Καληνύχτα.
-…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των άνεμων την ταφή.
»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού…»
«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…»
«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…
κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…
γυναίκα…»
«…υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος…»
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ
Γ’
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ «ΚΙΧΛΗΣ»
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ‘λεγαν «Κίχλη»· ενα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ‘λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ‘ναι το δίκιο μου· που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
ΤΟ ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ενα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως· και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ – ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – Η ΣΟΝΑΤΑ   ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ – ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σε έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Από τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω οτι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυό-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.
‘Αφησέ με ναρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. άφησέ με ναρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μας στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνο γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τα ακούσω. Σώπα.
Άφησέ με ναρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο τόσο αδιάφορη κι άϋλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος και η φθορά του. Άφησέ με ναρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου, σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σε αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου. Αφησέ με ναρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με ναρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω απο το παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με την γριά βαριά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τα αφήνουν πια να βγούν έξω μ’ όλο που πίσω από τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας -κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για πού και γιατί -έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει το δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους τους απαιτητικούς και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου -έστω κι ενός αργού θανάτου- την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω από τη σκλαβιά της.
Μα ποιός μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα και λέγοντας ευχαριστα. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ. Άφησέ με ναρθω μαζί σου.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου να ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες του νερού, ή ψήνω έναν καφέ, καί, πάντα αφηρημένη, ξεχνιέμαι κι ετοιμάζω δυο – ποιός να τον πιει τον άλλον;- αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας από το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες – τί να τις κάνεις; – άφησέ με ναρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θαρθω. Καληνύχτα. εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, -όχι, όχι το φεγγάρι – τξν πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις ώχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τη γερατειά μας,-να ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θακρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπάρ, σκούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα με ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και με ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατεβει τη μαρμαρίνη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θα ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω από το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ναι το οτι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί καα θα πει «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πιά, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά από το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μίαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, Όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.



Napoleon Hill : "Every failure brings with it the seed of an equivalent success."

Napoleon Hill : "Every failure brings with it the seed of an equivalent success."









"Dreams not only come true, they can exceed your wildest expectations."Tiffany Loren Rowe

"Dreams not only come true, they can exceed your wildest expectations."Tiffany Loren Rowe

"The key to successful leadership today is influence, not authority."- Kenneth Blanchard

"The key to successful leadership today is influence, not authority."- Kenneth Blanchard

Life Positioning


‘If you think you are beaten, you are:

If you think you dare not, you don’t;

If you like to win, but you think you can’t,

It is almost certain you won’t.

If you think you’ll lose you’ve lost,

For out of the world we find

Success begins with a fellow’s will-

It’s all in the state of mind.

If you think you are outclassed, you are-

You’ve got to think high to rise.

You’ve got to be sure of yourself before

You can’t ever win a prize.

Life’s battle don’t always go

To the stronger or faster man:

But soon or late the man who wins

Is the man who thinks he can.

Μ. ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ – Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)


Μ. ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ – Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ) 



Πρόκειται για δεκαοχτώ ανεπίδοτες επιστολές ενός άντρα προς τη γυναίκα που χώρισε. Αυτοεξόριστος σ’ ένα νησί και διασχίζοντας την τυραννική έρημο της απώλειας και της απόγνωσης, κερδίζει τη λυτρωτική γνώση που θα τον γαληνέψει, επιτέλους… ‘Η μοναξιά είναι από χώμα’ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 1988.
Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.
Όμως μέσα σ’ αυτό το λίγο σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου! Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ’ έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ’ την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.
Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.
Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο “τώρα” που επιτέλους ακινητούσε της ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα. Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα.
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείκτες του ρολογιού μ’ έρριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα.
Εκείνο το εξαίσιο “τώρα” του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω…
Αυτή η ελπίδα με σώζει απ’ την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί να ‘σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες.
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.
—————————————————————————————
Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.
Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο “τώρα” που επιτέλους ακινητούσε τις ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα.
Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα. Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα. Εκείνο το εξαίσιο “τώρα” του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω…
Αυτή η ελπίδα με σώζει απ’ την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί και να σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες. Η πρόγευση σου μου άναψε φωτιές.
Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι τα θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δεν μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα. Τι να σου λέω αγάπη μου και τι να σου εξηγήσω τώρα.
Τουλάχιστον μέσα απ’ τα πάθη μου κερδίζω τη σοφία του πως ελάχιστα ξέρω. Πως τίποτα δεν ξέρω. Φαίνεται πως ο πόνος είναι η μοναδική πύλη που μας περνά σ’ αυτή την απελπισμένη και μαζί ελπιδοφόρα γνώση που μας ταπεινώνει, που μας γαληνεύει, που χύνει λαδάκι στις πληγές μας.
“Το πάθος είναι πια σπουδαίο απ’ τα θαύμα”, σου διάβαζα από ένα παλιό βιβλίο κάποτε την ώρα που εσύ έβγαζες τα φρύδια σου μπροστά σ’ έναν μεγεθυντικά καθρεφτάκι.
Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση. Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στα παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς που από έπαρση είμαστε χτισμένοι. Πώς να την πετύχουμε, πες μου. Δεν πετυχαίνεται εύκολα γι’ αυτό υποφέρουμε κι απ’ τον πολύ τον πόνο κι απ’ την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρηση μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς κι αρχίζει λίγο-λίγο να φέγγει.
—————————————————————————————
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.
Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς. Φτάνει να το θές.
Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ. Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι.
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.
Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελλώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος.
Η αγάπη δεν είναι κατα περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων, δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Στην αναμέτρηση ανάμεσα σε σένα και μένα αναμετρήθηκε ο εγωϊσμός μου με το σύμπαν. Αρχίζω να το αναγνωρίζω ύστερα από τόσες μάχες και τόσους τραυματισμούς πως η δόξα του πολέμου είναι η συμφιλίωση κι η δόξα του νικητή η υποταγή. Η ευγενική υποταγή όπως του βράχου που από σθένους περίσσια σκύβει και πλένει με θάλασσα τα πόδια της στεριάς.
Όχι καλή μου αγάπη, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό. Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε, τα πράγματα μεταλλάσσονται κι εγώ τώρα μεταλλάσσω τον απάνθρωπο έρωτά μου, σε αγάπη φιλάνθρωπη.
Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.
Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
—————————————————————————————-
Τι να σου λέω αγάπη μου και τι να σου εξηγήσω τώρα…
Τουλάχιστον μέσα απ’ τα πάθη μου κερδίζω τη σοφία του ‘πως ελάχιστα ξέρω’.
Πως τίποτα δεν ξέρω.
Φαίνεται πως ο πόνος είναι η μοναδική πύλη που μας περνά σ’ αυτή την απελπισμένη και μαζί ελπιδοφόρα γνώση που μας ταπεινώνει, που μας γαληνεύει, που χύνει λαδάκι στις πληγές μας.
Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση… Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στα παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς που από έπαρση είμαστε χτισμένοι; Πώς να την πετύχουμε, πες μου;
————————————————————————————-
Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου,για να κυλιστώ στην ανάσα σου,στο γέλιο σου,μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.
Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη.
Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω,να την ανακουφίσω…
Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως,
ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα.
Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου
ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα.
‘Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα.Και μετά το ‘βλεπα!
Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο.
Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό.Εσύ δεν είχες ρεζέρβα. Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου.
Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις…
Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου.
Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει…
Ο,τι κι αν σου πω,δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο,απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω…
Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί,όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι.
‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;
Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα.
Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες…
Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει. Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή
στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται.Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος…
Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.
Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά.
Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς… Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα,
όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο, αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν.
Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο. Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα
στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά.
Οι ώρες,τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα.
Να σε προλάβει,να σε συλλάβει,να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα…
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές.Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο.
Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία
μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι
το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα…
Ο καιρός καλεί δεν καλείται.Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας…
Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του…
Νιώθω φορτωμένος,ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο.
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”,
γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέω “σ’αγαπώ”,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,
πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες,
απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου,
όλης της φρόνησης,υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω.
Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη:
Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου…
Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου…
Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο
αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου,
για να κυλιστώ στην ανάσα σου,στο γέλιο σου,μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.
Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη.
Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω,να την ανακουφίσω…
Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως,
ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα.
Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου
ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα.
‘Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα.Και μετά το ‘βλεπα!
Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο.
Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό.Εσύ δεν είχες ρεζέρβα.
Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου.
Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις…
Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου.
Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου.
Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει…
‘Ο,τι κι αν σου πω,δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο,απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν
μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.
Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω…
Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί, όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι.
‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;
Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα.
Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να
σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες… Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει.
Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή
στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται.Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος…
Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.
Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά.
Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς…
Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα, όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο,
αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν. Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο.
Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά.
Οι ώρες,τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου
που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα.
Να σε προλάβει,να σε συλλάβει,να σε κατακρατήσει
και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα…
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές.Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο.
Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία
μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.
Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι
το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα…
Ο καιρός καλεί δεν καλείται. Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας…
Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του…
Νιώθω φορτωμένος,ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο.
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”,
γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέω “σ’αγαπώ”,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,
πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες,
απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου
όλης της φρόνησης,υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω.
Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη:
Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου…
Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου…
Το ΠΑΘΟΣ που το σώμα σου και το σώμα μου ύφαναν σφιχτά έκανε καλά τη δουλειά του.
Με ηδονή και οδύνη μ’ έκαψε,μ’ έλιωσε και μ’ έχυσε σε καλούπι νέο.Μετά από σένα έχω γίνει άλλος…
Θέλω να κλάψω,θέλω να γυρίσω πίσω,θέλω να σε ξαναβρώ.
Είμαι πιο αδύναμος απ’ αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο.
Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα.
Είμαι αδύναμος σαν ερωτευμένος. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα…
Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ’ τον στόχο που με διάλεξε.
Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε,η αναπότρεπτη μοίρα μου,η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο…
Να σ’ αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω.
Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους…
Μια νύχτα μαζί σου πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του.
Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου.
Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ’ του Παράδεισου
το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει…
Για μια νύχτα όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ
γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω.
Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ’ τη μήτρα.
Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου…
‘Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα,εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου.
Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί.
Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου,ο μόνος,γι’ αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά…
Για μια νύχτα μαζί σου όλα μου τα φουκαριάρικα κατορθώματα εδώ ευχαρίστως τα θυσιάζω.Υπομονές,πρακτικές,προσευχές,ασκητικές,ησυχασμούς,εγκράτειες,ανακαλύψεις και αποκαλύψεις,
τα βράζω. Χειροπιαστός είναι ο κόσμος μάτια μου.
Χειροπιαστός σαν το γλυκό σου δέρμα και κανείς δε στέκεται πάνω σε νεφέλες,κανείς δεν περπατά πάνω σε νερά…
Κι αν πάλι δε συμφωνήσεις μ’ όλα τούτα,θα πέσω και θα σε ικετέψω,
για μια νύχτα άφησέ με να σ’ αποκτήσω ξανά,να ενωθώ μαζί σου κι ύστερα άλλο τίποτα δε θα ζητήσω…
Μια νύχτα έρωτα κι ύστερα ας χαθώ στη σκοτεινιά του τίποτα,του χωρίς εσένα.
Θ’ αναπαυθώ εν ειρήνη μια κι όλα θα τ’ αποκτήσω και θα τα ζήσω σε μια νύχτα…
Σ’ αγαπω κι αγαπώντας σε, σε περιέχω,σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι…
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους….